απονοούμαι

απονοούμαι
ἀπονοοῡμαι (-έομαι) (Α)
1. χάνω τον νου μου, δεν μπορώ να σκεφτώ
2. βρίσκομαι σε απόγνωση, σε απελπισία
II. η μετοχή πρκμ. απονενοημένος, -η, -ο (αρχ. -μσν., -ος, -ον) απεγνωσμένος, απελπισμένος
αρχ.
πρόστυχος, αισχρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο* + νοούμαι, μεσ. του ρ. νοώ < νους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • απονενοημένος — η, ο βλ. απονοούμαι …   Dictionary of Greek

  • συναπονοούμαι — έομαι, Α 1. αμύνομαι απεγνωσμένα μαζί με άλλον («τῶν δὲ δούλων συναπονοησαμένων ἐκείνῳ», Διόδ.) 2. ενεργώ απεγνωσμένα μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀπονοοῦμαι «βρίσκομαι σε απόγνωση»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”