- απονοούμαι
- ἀπονοοῡμαι (-έομαι) (Α)1. χάνω τον νου μου, δεν μπορώ να σκεφτώ2. βρίσκομαι σε απόγνωση, σε απελπισίαII. η μετοχή πρκμ. απονενοημένος, -η, -ο (αρχ. -μσν., -ος, -ον) απεγνωσμένος, απελπισμένοςαρχ.πρόστυχος, αισχρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < απο* + νοούμαι, μεσ. του ρ. νοώ < νους].
Dictionary of Greek. 2013.